________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ / ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ / ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ / ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ / ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
________________________________________________________________________________________________________________________________________


5/18/2014

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΟ (ΦΩΤΟ)


Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων Μονάχου σήμερα, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.


Ο Μ Ι Λ Ι Α 
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ 
κ.κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ 
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 
ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΜΟΝΑΧΟΥ 
(18 Μαΐου 2014) 
Ἱερώτατε ἀδελφέ Μητροπολῖτα Γερμανίας καί ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας κύριε Αὐγουστῖνε, 
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί, 
Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Reinhard Marx, 
Εὐλογημένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, 
«Δός μοι ὕδωρ πιεῖν, κἀγώ ὕδατος ἁλλομένου ἐμπλήσω σε» (ἑσπέριον τῆς ἑορτῆς). 
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἡμῶν, συμφώνως πρός τήν μόλις ἀναγνωσθεῖσαν εὐαγγελικήν περικοπήν, «κεκοπιακώς ἐκαθέζετο ἐπί τήν πηγήν -ἤ τό φρέαρ- τοῦ Ἰακώβ». Καί θά ἀπετέλει ἀσφαλῶς ἐξωπραγματικήν ἐπιμονήν νά ἐπιμένωμεν καί ἡμεῖς, «πάντες οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Κυρίου» (πρβλ. Α΄ Θεσσ. δ΄ 17), πολλάκις ὑποκρινόμενοι, ὅτι δέν εἴμεθα κεκοπιακότες ἐκ τῆς καθημερινῆς προσωπικῆς ὁδοιπορίας μας ἕκαστος: ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, ἐπαγγελματικῆς ἐνασχολήσεως, οἰκογενειακῶν θεμάτων, προσωπικῶν προβλημάτων ὑγιείας, διαπροσωπικῶν σχέσεων πρός καί μετά τῶν συνανθρώπων, λύπης, στενοχωρίας, ἐλλείψεως κατανοήσε-ως, κλπ. Διά τοῦτο καθίσταται περισσότερον ἀπό ἀναγκαῖον «νά καθήμεθα» ἐνίοτε. Νά καθήμεθα ὅμως ποῦ; Βεβαίως παρά τήν «Πηγήν». Οὐδέποτε, ὅπως συνήθως πράττομεν, ἐπί τήν δῆθεν ἀσφάλειαν τῆς Χάριτι δοθείσης -καί ὄχι ἰδικῆς μας- ὅποιας «ἐξουσίας» καί, ἰδίως, ἐπί τά ἐρέβη τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν μας. Αἱ ἀδυναμίαι μας, ὅπως ὁ πρότερος βίος τῆς Σαμαρείτιδος Ἁγίας Φωτεινῆς, μᾶς ὁδηγοῦν πάντοτε εἰς τόν λήθαργον, τόν ὁποῖον ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος, ὁ πνευματικός καί ὁ σωματικός. Ἡ Πηγή, ἡ Θεία καί ἡ φυσική, ὅμως δροσίζει. Ἔχομεν δέ πάντοτε οἱ ἄνθρωποι ἀνάγκην «δροσισμοῦ». Νά καθήμεθα καί νά δροσιζώμεθα ἐνισχυτικῶς καί ἀνανεωτικῶς εἰς τήν καί ἀπό τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. 
Ὁ Κύριος, Θεός ἀληθινός, ἀλλά καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔφερεν ὅλα τά ἀνθρώπινα ἰδιώματα, πλήν τῆς ἁμαρτίας. Εἶχε τά λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη, δηλαδή καί πεινοῦσε καί διψοῦσε καί ἐκοπίαζε καί ἐπόνει καί ἐθρήνει, ὡς εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ φίλου Αὐτοῦ Λαζάρου, τόν ὁποῖον ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν. 
Ἐπέλεξε, λοιπόν, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός νά «καθήσῃ» εἰς ἕνα τόπον, ὅπου εἶχε στήσει τήν «ἐνέδραν» Του, διά νά θηρεύσῃ μίαν ψυχήν, τήν ὁποίαν εἶχε γνωρίσει ὡς παντογνώστης ὅτι θά ἦτο δεκτική τοῦ κηρύγματός Του. Διά τοῦτο καί ὅταν ἔρχεται ἡ Σαμαρεῖτις, δέν διστάζει ὁ Κύριος νά παραβιάσῃ τά κοινωνικά κατεστημένα τῆς ἐποχῆς του, νά συνομιλήσῃ καί νά ζητήσῃ αὐτός, ὁ Κτίστης καί Δημιουργός, ὕδωρ ἀπό τήν ἁπλῆν γυναῖκα, τήν ἁμαρτωλόν. Ἀλλά εἰς τήν πραγματικότητα αὐτό τό ὁποῖον ἐζήτησε δέν ἦτο τό ὕδωρ τό αἰσθητόν ἀλλά ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς της. Ὁ Κύριός μας πολυμερῶς καί πολυτρόπως τά πάντα «μηχανεύεται» ἁπλῶς καί μόνον διά τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν μας! 
Χάριν αὐτῆς τῆς σωτηρίας καθημερινῶς ὁ Κύριος μέ ποικίλους τρόπους ζητεῖ ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπον ὕδωρ. Μᾶς ζητεῖ ὕδωρ, δηλαδή μίαν εὐκαιρίαν, διά νά μᾶς σώσῃ. 
Εἰς ἡμᾶς ἀπομένει, κουρασμένους ἀπό τήν προσωπικήν μας καθημερινήν ὁδοιπορίαν τῶν μεριμνῶν τοῦ βίου καί τῶν δυσκολιῶν, νά ἀκούσωμεν τήν φωνήν αὐτήν τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ζητεῖ ἀπό ἡμᾶς ὕδωρ, δηλαδή τήν σωτηρίαν μας, καί νά ἀρχίσωμεν νά συνομιλῶμεν μαζί Του, ἁπλά καί φυσιολογικά, πρόσωπον πρός πρόσωπον, «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ», ὅπως ὁμιλοῦμεν μέ ἕνα φίλον μας, μέ ἕνα ἀδελφόν μας, διά νά δροσισθῶμεν, νά ἀνακουφισθῶμεν ἀπό τόν κάματον τῆς ἡμέρας, νά ἀναπαυθῶμεν ἀπό τήν ἀπονίαν τῶν συνανθρώπων «μέ ἕνα λόγον». Νά δυνηθῶμεν καί ἡμεῖς ἐν πίστει νά ἐπαναλάβωμεν μετά τοῦ ἑκατοντάρχου: «Εἰπέ λόγῳ», Κύριε, «καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. η΄ 8). 
 Ἕν τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει ὁ κόσμος σήμερον, ἀκόμη καί ὁ πιστός κόσμος, καί ἰδιαιτέρως ἐδῶ εἰς τήν Δύσιν καί εἰς τήν ὡραίαν χώραν σας τήν Γερμανίαν, καί ἐδῶ εἰς τό Μόναχον τῶν ἐπιστημῶν, εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ἐννοίας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, καί ἡ θεώρησις, ἀτυχῶς, τοῦ Θεοῦ ὡς μιᾶς ἀπροσώπου ἀνωτέρας Δυνάμεως, ἡ ὁποία δέν ἀναμιγνύεται εἰς τά ἀνθρώπινα, ἀλλά εὑρίσκεται κάπου μακράν ἡμῶν. Ὅμως, ὁ Θεός εἶναι κοντά μας, εἶναι δίπλα μας, εἶναι πρόσωπον, «ἐντός ἡμῶν ἐστι», κατά τόν εὐαγγελιστήν Λουκᾶν (πρβλ. Λκ. ιζ΄, 20-22), ὅπως ἀκριβῶς ἐξ ἀρχῆς ἀπεκαλύφθη εἰς τόν Θεόπτην Μωϋσέα: «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Ἔξοδ. γ΄ 14). Δηλαδή «Θεός προσωπικός», καί ὄχι μία ἀόριστος δύναμις. 
Εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας πιστεύομεν καί βιοῦμεν ἐντόνως τήν ἀλήθειαν ταύτην, γνωρίζοντες ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι Θεός «μεθεκτός» εἰς τούς ἀνθρώπους. Μετέχομεν δηλαδή καί κοινω-νοῦμεν μετ᾿ Αὐτοῦ μέ τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διά νά γίνῃ ὅμως αὐτό ἀπαιτεῖται κάθαρσις νοός καί καρδίας, καί κυρίως καταλλαγή τῆς συνειδήσεώς μας. Διότι οἱ ἄνθρωποι κυρίως, ὅταν ἐγγίζῃ μάλιστα τό τέλος, «πληττόμεθα κέντρῳ τῆς συνειδήσεως» (Ἱ. Ἀκολουθία Ὄρθρου Τρίτης πρό τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων). 
Οἱ ἄνθρωποι, ὅπως καί ἡ Σαμαρεῖτις, «λαθεῖν σπουδάζομεν», ἀκόμη καί κατά τήν ὥραν τῆς αὐτοκριτικῆς μας, καί ἀναζητοῦμεν δικαιολογίας διά νά αἰτιολογήσωμεν πράξεις μας, πάθη μας, ἀδυναμίας μας, τήν παράβασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τήν ἀθέτησιν τῆς δυναμικῆς τῆς ἀγάπης καί τήν ἀντικατάστασιν αὐτῆς μέ τό πάθος, τήν ἐνπάθειαν, (τό ἐν ἡμῖν, τό κυριεῦον ἡμᾶς ἐσωτερικόν μας πάθος), τήν ἐμπάθειαν τήν ὁποίαν κατεδίκασεν ὁ Κύριός μας. 
 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, παρατεινομένου εἰς τούς αἰῶνας. Δι᾿ ἡμᾶς τούς ὀρθοδόξους χριστια-νούς, Χριστός καί Ἐκκλησία ταυτίζονται ἀπολύτως. Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καί ὁ Χριστός. 
Διά πάντας ἡμᾶς δέ ἡ Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, παρά τάς ἱστορικάς ἐναλλαγάς καί τάς περιπετείας τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν, τούς ὁποίους ὁ Κύριός μας «ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ», παρά τήν κατά τήν κοσμικήν ἔννοιαν ἀδυναμίαν του, εἶναι ἡ προσωπική μας πηγή, τό προσωπικόν φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀμφιβολίας καί δισταγμοῦ. 
Εἶναι τό Πατριαρχεῖον μας τό μοναδικόν φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τό παρέχον διά Χριστοῦ ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον. Εἶναι τόπος ὄχι μόνον ἱστορικῆς σημασίας. Εἶναι κυρίως χώρα τῶν ζώντων, χῶρος προσωπικῆς σωτηρίας καί ἁγιασμοῦ δι᾿ ἅπαν τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων, ἵνα μή εἴπωμεν καί ὅλων τῶν χριστιανῶν. 
Ἀδελφοί καί τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας, 
Εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, εἰς τήν παλαιοδιαθηκικήν γῆν τοῦ Ἰσραήλ, διακρινομένην διά τήν σπάνιν τοῦ τρέχοντος ὕδατος, ἀναφέρονται ὑπάρχοντα πολλά φρέατα, πολλαί πηγαί, ἀλλά μεταξύ αὐτῶν διακρίνεται μία Πηγή, ἕν Φρέαρ, τό τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τό μοναδικόν Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τό παρέχον ὕδωρ εἰς ζωήν αἰώνιον, τόπος καθοριστικῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας διά τό γένος τῶν ἑβραίων. Τά ὑπόλοιπα φρέατα, ὑπό τῶν Προφητῶν συχνάκις ὀνομάζονται «φρέατα συντετριμμένα», δηλαδή κατωλισθημένα, διότι καί τό ὕδωρ τό ὁποῖον περιέχουν εἶναι θολόν, ἀνθυγιεινόν καί ἐπιβλαβές διά τήν ὑγείαν καί δέν πίνεται. 
Ἡ Μήτηρ μας Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς διαυγής Πηγή τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος καί τοῦ Ὀρθοδόξου Ἤθους, ὡς ἄλλο Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ἔχει τήν πληρότητα τῆς ἁγνότητος τῆς σωστικῆς ἀληθείας. Αὐτή ἡ πραγματικότης τῆς γνησιότητος καί αὐθεντικότητος τοῦ ζειδώρου Φρέατος τῆς Μητρός Μεγάλης Ἐκκλησίας μᾶς ἐπιφορτίζει μέ τό καθῆκον νά ρίπτωμεν τό προσωπικόν μας ἄντλημα εἰς τό στόμιον τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, τῆς διδασκαλίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, οὕτως ὥστε νά λαμβάνωμεν τό ζωηφόρον ὕδωρ, τό ὁποῖον μᾶς συνακολουθεῖ μέχρι τοῦ ἀδεκάστου Κριτηρίου τοῦ Δικαίου Κριτοῦ, ὁ Ὁποῖος θά βεβαιώσῃ ἁπλῶς ἐν δικαιοσύνῃ τήν αἰωνίαν σωτηρίαν μας ἤ τήν αἰωνίαν καταδίκην μας. 
Ἀδελφοί καί Πατέρες καί Τέκνα, 
Ἐρχόμενοι ἀπό τοῦ Φρέατος καί τῆς Πηγῆς τοῦ Ἰακώβ, τοῦ ἀκενώτου Φρέατος τῆς Χάριτος τῆς Μητρός Ἐκκλησίας μας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σᾶς ἐπισκεπτόμεθα καί σᾶς μεταφέρομεν, ἐδῶ εἰς τούς Ἁγίους Πάντας τοῦ Μονάχου, εἰς ὅλους τούς ἐδῶ ὀρθοδόξους χριστιανούς καί πιστούς μας, «γνώσεως νάματα», «ρήματα ζωῆς αἰωνίου», «ρεῖθρα ἰαμάτων ἄφθονα», «ἄβυσσον ἐλέους», «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν ἀγάπης» καί στοργῆς, καί σᾶς προσκαλοῦμεν πρός τήν Ἄφθονον Πηγήν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διά νά λάβετε «ὕδωρ τοῦ πιεῖν». Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἡ βιοτή τοῦ Σταυροῦ καί κῆρυξ τῆς Ἀναστάσεως Ἐκκλησία, ὑπάρχει καί θά ὑπάρχῃ. Ὅπως εἰς τό παρελθόν καί εἰς τό παρόν. Ὅπως εἰς τό παρόν καί εἰς τό μέλλον. Δέν εἶναι ἰδικόν μας κατασκεύασμα. Εἶναι θεανθρώπινον σῶμα καί ἔχει τήν σφραγῖδα τῆς αἰωνιότητος. Ἐστήρικται καί τεθεμελίωται ἐπί τήν πέτραν. Ἡ δέ Πέτρα εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Λίθος ὁ ἀκρογωνιαῖος. 
Πόσοι κατά τό παρελθόν, ἀλλά καί κατά τό παρόν, δέν ἐπεχείρησαν μανιωδῶς καί λυσσωδῶς, ὅπως τότε «ἡ κουστωδία τῶν στρατιωτῶν», τῶν φυλασσόντων τόν Τάφον τοῦ Χριστοῦ, νά σφραγίσουν, νά κλείσουν ἅπαξ καί διά παντός τό Φρέαρ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, διά νά πίνουν οἱ ἄνθρωποι ἐκ τῶν ἰδικῶν των συντετριμμένων φρεάτων. Εἰς μάτην καί κενῶς ἐκοπίασαν καί κοπιάζουν. Τό Φρέαρ ὑπάρχει καί θά ὑπάρχῃ, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καθῃμαγμένη καί τεταπεινωμένη, ὀλιγάριθμος, Ἐκκλησία τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων, «κατεστιγμένη τοῖς μώλωψιν, ἀλλά καί πανσθενουργός», μεμωλωπισμένη καί ἀείποτε τεθεραπευμένη, ἐκ τῶν ἥλων πολυῃκισμένη καί διά τῆς Θείας Χάριτος ἀκεραιουμένη, συνεχίζει, μηδέν ἔχουσα ἡ ἰδία, παρά μόνον τόν θησαυρόν τῆς Χάριτος ἐν τῷ ὀστρακίνῳ σώματί της· συνεχίζει, λέγομεν, νά προσδίδῃ αἰσθητῶς καί εὐλάλως ἰαματοφόρον ἀφθαρσίαν καί τεκμήριον ἀναστάσεως καί μαρτυρίαν ἀναγεννήσεως εἰς τούς πιστούς, τούς ἐγγύς καί τούς μακράν· καί εἰς τόν κόσμον ἅπαντα· νά πλουτίζῃ τούς πάντας· νά ἀνακουφίζῃ σωστικῶς κάθε κοπιῶντα καί πεφορτισμένον ἀπό τά διάφορα ἀνθρωποπαγῆ συστήματα καί σχήματα ἄνθρωπον. 
Καί διερωτᾶται ὁ κόσμος; Πῶς κατορθώνει τήν μαρτυρίαν αὐτῆς ταύτην ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἡ ἀπάντησις εἶναι μία καί ἁπλῆ: Ὁ Σταυρός ἦτο καί εἶναι ὁ ἀσίγητος ἄμβων τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, καί εὑρισκόμενοι ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐργαζόμεθα ἀόκνως, ὁμιλοῦμεν, κηρύττομεν καί θεολογοῦμεν τήν αὐθεντικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Διακονοῦμεν μέ αὐτοθυσιαστικόν ἦθος τήν ἑνότητα πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, καλούμενοι δέ παρεμβαίνομεν διακριτικῶς καί φιλανθρώπως, ὅταν καί ὅπου πρέπει, κατά τάς ἀδηρίτους ἐπιταγάς τῶν περιστάσεων. Καί ἀντλοῦντες ἐκ τοῦ πολυχεύμονος τούτου Φρέατος τῆς θεοτεύκτου σοφίας, μετουσιοῦμεν τό παρελθόν καί τό μεταβάλλομεν εἰς ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος, ἐφ᾿ ὅσον ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «παίδευσις, φρόνησις, εὐγένεια, δόξα καί πᾶσα ἀρετή. Ἀνατολή καί Δύσις, Ἄρκτος καί Μεσημβρία, ὁ τετραπέρατος κόσμος σταυροειδῶς ἐνταῦθα (ἐν τῇ Μητρί Ἐκκλησίᾳ) συνάπτεται» (Ἰωσήφ Βρυέννιος). 
Ἀλλά καί οἱ κλάδοι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, δηλαδή κάθε Ἐκκλησία, κάθε Μητρόπολις, κάθε ἐνορία, ὅπως ἡ ἰδική σας ἡ ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Πάντων τιμωμένη ἐν Μονάχῳ, εἶναι ἕνας εὐσκιόφυλλος κλάδος, μία πηγή ὕδατος ἁλλομένου, ἀντλουμένου ἐκ τῆς ἀκενώτου Πηγῆς τοῦ Φαναρίου, εἰς ζωήν αἰώνιον. 
Ἱερώτατε καί πολυφίλητε ἀδελφέ ἅγιε Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, 
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρός τήν Σαμαρείτιδα περί τῆς Πηγῆς τοῦ «ζῶντος ὕδατος», ἐπιβάλλει εἰς τήν ἡμετέραν Μετριότητα, τόν Πατριάρχην τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τόν συνδεόμενον ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας μετά τῆς ὑμετέρας φίλης Ἱερότητος καί ἐκτιμῶντα ἐμπειρικῶς τό ἔργον καί τήν κληρικήν διακονίαν σας καθ᾿ ὅλην τήν παρελθοῦσαν πεντηκονταετίαν ἐν τῷ πνευματικῷ ἀγρῷ τῆς Γερμανίας, διακονίαν θυσιαστικήν ταυτιζομένην σχεδόν πρός τήν ἵδρυσιν τῆς Ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως, νά ἐκφράσῃ χάριτας τῷ Παναγάθῳ Θεῷ διά τήν δικαίωσιν τῶν προσδοκιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ ἐνταῦθα λαοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι διά τῆς τεθείσης, ὡς ἐργαλείου διακονίας, ἐπί τῶν στιβαρῶν ὤμων σας Θείας Χάριτος, ἀπεδώκατε, ὡς ἄλλη πηγή Ὀρθοδόξου μαρτυρίας, διά τῆς ἀξιοποιήσεως τῶν πολλῶν ταλάντων σας καί τῆς δημιουργικῆς δυναμικῆς σας, «καρπόν πολύν», ἑκατονταπλασίονα τοῦ παραληφθέντος πρό τριακονταετίας περίπου. Ἰδού δέ ἡ Ὀρθόδοξος πίστις καί Ἐκκλησία ἐν τῇ μεγάλῃ ταύτῃ Χώρᾳ ἀποτελεῖ ἐνέχυρον σωτηρίας τοῦ λαοῦ, στῦλον καί ἑδραίωμα καί θεμέλιον τῆς ἀληθείας, ἀπολαύουσα κύρους καί ἐκτιμωμένη ὑπό τε τῶν ἀρχῶν καί ὑπό τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου τῆς Γερμανίας καί ἀποτελεῖ παραπηγήν τῆς ἀστειρεύτου καί ζειδώρου Πηγῆς τοῦ περικλύτου Φαναρίου. 
Κατωρθώσατε, ἀδελφέ, διά τῆς εὐόρκου καί πολλάκις ὑπό ἀντιξόους συνθήκας διακονίας σας, προσωπικῶς, νά ἀναδείξητε καί νά κατοχυρώσητε τόν ρόλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν μαρτυρίαν αὐτοῦ ὡς μιᾶς ἀκριβῶς ζωογόνου καί ζωοτρόφου Πηγῆς καί ὡς Φρέατος μαρτυρίας «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος». 
Οὕτως ἀποτιμῶντες τήν προσφοράν σας, Ἱερώτατε ἀδελφέ, χαίρομεν καί συγχαίρομεν ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία μετά τοῦ κλήρου καί τοῦ ποιμνίου σας, ὅτι πραγματοῦται ἐν τῷ προσώπῳ καί τῇ προσφορᾷ σας ἡ ρῆσις τοῦ Παροιμιαστοῦ «ἄνδρα ἱλαρόν καί δότην εὐλογεῖ ὁ Θεός» (Παροιμ. 22,8), διότι «ἐν πάσῃ δόσει ἀγαθῇ», κατά τήν διαρρεύσασαν πεντηκονταετίαν, ἱλαρώσατε τό πρόσωπόν σας διά τοῦ θαυμαζομένου ὑπό τῶν πολλῶν ἐκκλησιαστικοῦ καί πνευματικοῦ σας ἔργου. 
Ἔντεινε, λοιπόν, ἀδελφέ, καί κατευοδοῦ καί ποιμενάρχευε φιλοθέως, συνεχίζων τήν ἱεράν διακονίαν, «ἐν οἷς ἔμαθες καί ἐπιστώ-θης, εἰδώς παρά τίνος ἔμαθες ... τά ἱερά γράμματα» (πρβλ. Β΄ Τιμ. γ΄ 14), δηλαδή παρά τῆς κοινῆς πάντων ἡμῶν μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς τροφοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. 
Λοιπόν, ἀδελφοί καί τέκνα, Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τοῦ Μονάχου καί ὅλης τῆς Γερμανίας, 
Ταῦτα ἀπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος εὐαγγελιζόμενοι, σᾶς εὐλογοῦμεν καί σᾶς καλοῦμεν: 
Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς Μητρός σας Ἐκκλησίας. Φῶς καί μόνον φῶς. Φῶς τό ὁποῖον διαλύει τά σκότη καί τά ἐρέβη τῆς κακίας καί τοῦ μίσους καί τοῦ πάθους τῶν ἀνθρώπων. Φῶς ἀγάπης Χριστοῦ. Φῶς ἀναστάσεως, ἐλπίδος, ζωῆς καί προσμονῆς. Φῶς ἱλαρόν ἁγίας δόξης. 
Δεῦτε, τέκνα ἀγαπητά, ἀντλήσατε ὕδωρ ζωῆς μετ᾿ εὐφροσύνης ἐκ τοῦ ἀθανάτου Φρέατος τῆς Μητρός σας Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. «Καί ὅσοι μή ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες εἰς τάς αὐλάς ταύτας τοῦ Κυρίου τάς τεταπεινωμένας καί διά τοῦτο θεοελκτικάς, ἀγοράσατε καί φάγετε καί πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καί τιμῆς οἶνον καί στέαρ» (πρβλ. Ἠσ. 55, 1). Δηλαδή, Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον», καί ἀσφαλῶς ὄχι εἰς κρῖμα ἤ εἰς κατάκριμα «ψυχοβλαβοῦς πλεονεξίας». 
Τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἡμῶν ἡ Θεία Χάρις, ἡ Εἰρήνη καί ὁ Ἁγιασμός εἴησαν μαζί σας καί μετά τῶν ἀγαπητῶν σας οἰκείων, ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς ὁποίας τό ἅγιον ὄνομα οὐδέποτε νά παύσετε ἐπικαλούμενοι, διότι ἄπειρος ὑπάρχει ἡ δύναμις τῆς μεσιτευτικῆς Της δεήσεως πρός τόν φιλάνθρωπον Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. 
Χριστός ἀνέστη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails